– Ο Δρόμος –
Post author:Μαίρη Μάκρα
" Ο δρόμος σου είναι αυτός: του Φωτός και της Δόξας του θεού επί της Γης! "
Μου το μήνυσε η πρώτη ανάσα που πήρα σ΄αυτή τη Γη και πήγα να σκάσω.
" Πού βρίσκομαι;" κραύγασε η ψυχή μου, κατατρομαγμένη από το βάρος που την καταπλάκωσε.
" Σσσσ…μη φοβάσαι! θα είμαστε πάντα μαζί σου", μου ψιθύρισαν κάποια αγγελάκια στο αυτί μου.
Τότε γύρισα και τα είδα. φτερούγιζαν τριγύρω μου και στα μάτια τους είδα το Φως.
" Αυτό θα είναι ο Φάρος σου. Αυτό θα ψάχνεις να βρεις. Τίποτε άλλο δεν θα χορταίνει την ψυχή σου και μόνο μ΄αυτό θα σωθείς.Κλείσε τώρα τα μάτια σου και κοιμήσου γλυκά, μωρό μας, μωρό του Θεού.
Τί φαντάστηκες;
Θα σε αφήναμε μόνο σου μέσα σ΄αυτή τη μαυρίλα;
Εδώ θα είμαστε. Κι όσο εσύ θα πονάς, εμείς θα σε ταϊζουμε με το Μάννα του Ουρανού. Δεν θα μας βλέπεις, γιατί πρέπει να μάθεις πολλά σ΄αυτό το "Σχολείο της Γης". Όμως θα έρθει η ώρα. Μη φοβάσαι και…άντεξε…άντεξε…άντεξε πολύ!"
" Αντέχω…αντέχω…προσπαθώ…πώς θ΄αντέξω;…δεν αντέχω…βοήθειααα!" κραύγαζε η ψυχή μου. Κι εγώ πονούσα τόσο πολύ, που τα ξέχασα όλα, όλα όσα μου έλειπαν. Το Φως, τ΄αγγελάκια μου, την αγάπη τους…όλα τα παραμέρισα και στράφηκα προς τους ανθρώπους.
" Πώς πρέπει να είμαι για να με αγαπάτε εσείς;" τους ρώτησα.
Καμία απάντηση! Ερημιά!
" Πώς θέλετε να είμαι για να υπάρχω κοντά σας;" ξαναρώτησα, μα οι θόρυβοι του δρόμου σκέπασαν τη φωνή μου.
" Πώς με θέλετεεεε!" ξαναφώναξα δυνατά, τόσο δυνατά που έσπασε η καρδιά μου.
Τα κομμάτια της πετάχτηκαν στον δρόμο κι έγιναν θρύψαλα. Το αίμα της, ποτάμι, έβαψε τα σοκάκια.
Και οι άνθρωποι φώναξαν τον σκουπιδιάρη του Δήμου για να καθαρίσει την περιοχή. Μία καθώς πρέπει κοινωνία δεν μπορεί να ανεχθεί τόσα θρύψαλα ανακατεμένα με αίμα.
Διαταράσσεται η τάξη και η ευπρέπεια!
Τότε ήταν που ακούστηκαν οι τρομπέτες του Ουρανού.
Εγώ αφουγκράστηκα!
Η ψυχή μου θυμήθηκε!
Τα μάτια μου βούρκωσαν!
"Επιτέλους, επιτέλους!" ψιθύρισα και πήγα να γείρω κατάκοπη στα μαξιλάρια του καναπέ μου, μα…δεν υπήρχε εκεί καναπές.
Υπήρχε μόνο μία τεράστια αγκαλιά από Φως, που με τύλιξε. Ακούμπησα πάνω της, Έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα!
" Σσσσ…μη φοβάσαι πια τίποτε! " ψιθύρισε η γνώριμη φωνή στ΄ αυτιά μου. Κοίταξα στο πλάϊ μου και είδα τα αγγελάκια μου.
Φτερούγιζαν γύρω μου και από τα μάτια τους ακτινοβολούσε το Φως.
" Αυτό ήταν η Δύναμή σου! Αυτό ήταν ο Φάρος σου! Κι αυτό θα είναι το βάλσαμο που θα γιατρέψει κάθε πληγή σου.
Σήκω τώρα, γιατί ήρθε η ώρα. Είναι πολλά αυτά που έχεις να κάνεις. Και είναι πολλοί αυτοί που πονάνε πάνω στη Γη", μου είπαν κι εγώ σηκώθηκα.
" Επιτέλους, ξεκινάει η ζωή μου!" φώναξα δυνατά.
" Η ζωή μας, θέλεις να πεις", μου ψιθύρισε το αγγελάκι που φτερούγιζε γύρω μου.
΄Ηταν Άνοιξη.
Η Γη ζωντάνευε.
Κι εγώ ετοίμασα τον σάκο μου για το πρώτο μου ταξίδι στην άλλη άκρη της Γης.
Με περίμεναν οι συνοδοιπόροι μου!©️2024 Μαίρη Μάκρα
Αρθρογράφος – Συγγραφέας
" Σύμβουλος Αυτογνωσίας- Με Οδηγό τα Ελληνικά Αρχέτυπα "
Tags: Άρθρο εσωτερικής πορείας, Μαίρη Μάκρα, Στιγμές ζωής, Στιγμές Ψυχής
/ ******
Διηγήσεις – Η Φωτογραφία της Μάρθας –
- Post author:Μαίρη Μάκρα
Διήγηση
"
(Απόσπασμα από το βιβλίο: " ΓΥΝΑΙΚΑ-Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΝΤΟΣ")
Η Μάρθα κοίταξε τη φωτογραφία της, όπως την κοίταζε χρόνια τώρα και παράβλεπε τις ρυτίδες που αυξάνονταν μέσα στον καθρέφτη.
Σ΄αυτόν με την ξύλινη κορνίζα. Τον είχε κρεμάσει παραδίπλα, καθρεφτιζόταν κάθε πρωί και καλημέριζε… τη φωτογραφία της,
με τα κοτσιδάκια, τα στρογγυλά μάγουλα και την μαθητική ποδιά.
Κι αυτό γινόταν κάθε πρωί, για χρόνια, που η Μάρθα θα ήθελε πολύ να τα αναποδογύριζε και να έχτιζε τον κόσμο της από την αρχή.
Μα, ήταν οι μέρες που περνούσαν γρήγορα…οι χειμώνες, τα καλοκαίρια… και η Μάρθα είχε ξεχάσει τον χρόνο.
Τον ξαναθυμόταν όμως κάθε Φθινόπωρο, με τις πρώτες βροχές. Τότε μύριζε η γη, άνθιζαν τα χρυσάνθεμα
και η Μάρθα κοίταζε τον ουρανό για να δει τα χελιδόνια. Μα εκείνα είχαν φύγει από καιρό.
Ε, τότε αποφάσιζε ότι θα τα αλλάξει όλα από την αρχή! Όλα, αν κάποτε ξαναγύριζε σε τούτη τη Γη.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν έπεσε εκείνος ο κεραυνός. Θα ήταν πολύ κοντά, γιατί τραντάχτηκε όλο το σπίτι από τα θεμέλια.
Έξω δυνάμωνε η βροχή. Ξέσπασε καταιγίδα. Οι δρόμοι έκλεισαν για μέρες πολλές.
Και τότε η Μάρθα κάθισε και λογάριασε, πολύ προσεχτικά, τον χρόνο και τη ζωή της μαζί του.
Θυμήθηκε τα Χριστούγεννα, που πλησίαζαν. Την περσινή Άνοιξη με την παγωνιά.
Τον χαλασμένο φράχτη στο κάτω χωράφι και το ποτάμι, που το χειμώνα κατέβαζε νερό, πολύ νερό.
Κι αποφάσισε να αγοράσει το κτήμα με τις μεγάλες λεύκες στις άκρες του. Να το φυτέψει με φράουλες και μανταρινιές.
Ύστερα να μπολιάσει τις κερασιές, που τις είχε παραμελήσει. Και τέλος…
πολύ χάρηκε που σταμάτησε κάποτε το Γυμνάσιο και με τα χρόνια κατέληξε γεωργός.
Ήταν καλή γεωργός. Ε, δηλαδή, θα γινόταν καλή! Θα έβαζε τα δυνατά της, αφού τώρα ήξερε επιτέλους, ότι αγαπούσε αυτή τη γη.
Η Μάρθα κοίταξε τη φωτογραφία της με τη μαθητική ποδιά ακόμα μία φορά και πριν τη βάλει στο μπαούλο με τα ενθύμια της είπε:
" Αχ, βρε μάτια μου, και πόσα έχω να κάνω ακόμα! Αχ, και πόσα ακόμα μπορώ!"
*********
Διηγήσεις – 'Μπορώ και μόνη μου'
- Post author:Μαίρη Μάκρα
Διηγήσεις
( Απόσπασμα βιβλίου: "ΓΥΝΑΙΚΑ- Η Πολιτεία εντός!"
Είδες;
Δεν ήρθα!
Δεν πέρασα ούτε για μία στιγμή από τα δικά σου λημέρια. Σε αποχαιρέτησα και μαζί σου όλο το παρελθόν.
Αρκετά! Δεν θέλω άλλο! Ούτε τα θλιμμένα σου μάτια, ούτε τα τσαχπίνικα χαμόγελά σου, ούτε τον ήλιο που φωτίζει το βλέμμα σου, ούτε την ελπίδα, ότι μαζί σου θα αναστηθώ!
Εγώ αναστήθηκα την ημέρα που αντίκρυσα τον φόβο σου και δεν πάσχισα να τον απαλύνω.
Την ημέρα που σε είδα να φεύγεις σαν κυνηγημένος από κοντά μου και δεν πόνεσα.
Ξαφνιάστηκα μόνο για λίγο και τίναξα τον κουρνιαχτό από τα πόδια μου.
Είχα "περπατήσει" πολύ για να μην κουραστεί κανένας του είδους σας! Σας είχα απλώσει το χέρι για να μη νιώσετε μοναξιά!
Εσείς "οι απόμακροι", όπως σας έλεγα. Και με γοήτευε το μυστήριο της ψυχής σας.
Ήθελα, ντε και καλά, να το δω από κοντά! Να το γνωρίσω! Να το εξηγήσω!
Μα, κινδύνεψα, ξέρεις, πολύ. Κινδύνεψα να χαθώ στο απύθμενο της ψυχής σας και να μην ξαναβγώ στο φως του ήλιου.
Μετά… δεν ξέρω τί έγινε, ούτε ξέρω τί άλλο θα γίνει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν θέλω να δω τα μάτια σου.
Φοβάμαι μήπως η καρδιά μου σταθεί αδύναμη και με λυγίσει ο πόνος της.
Δεν είναι εύκολο, ξέρεις, να αποχαιρετάς το γνωστό σου παρελθόν!
Όμως, θα προτιμήσω το άγνωστο, που με καλωσορίζει, παρά το γνωστό τοπίο της θλίψης, ντυμένο με τα κουρέλια της ανεμελιάς, της υψηλής λογικής και της "άποψης", που χτίζει τα τείχη της μοναξιάς.
Αρκετά! Μεγάλωσα μαζί της. Βουτήχτηκα στο τέλμα της.
Κι αφού σώθηκα…
Αποχαιρετώ όλους όσοι μου τραυμάτισαν την ψυχή από την προσπάθεια να τους προσεγγίσω και να τους μεταδώσω τη χαρά που δεν είχε η ψυχή τους.
Αντίο, παιδιά! Μπορώ και μόνη μου!
Αν θέλετε κάτι από εμένα, κουνήστε το χεράκι σας! Χωρίς σινιάλο δεν κάνω βήμα!
Αρκετά χρόνια έχασα και τα θέλω πίσω. Εδώ και τώρα! Τα θέλω ξανά!
****
©️2024 Μαίρη Μάκρα
Αρθρογράφος – Εκπαιδευτικός ψυχολογίας – Συγγραφέας