Η  ΘΑΛΑΣΣΑ  ΗΤΑΝ  ΜΑΚΡΙΑ 

                                                                      ( της Μαίρης  Μάκρα )


   

     Οι σαύρες, οι πέτρες, ο ήλιος και τα φοβισμένα πουλιά. Από μακριά φαινόταν η θάλασσα. Γύρω μου υπήρχαν οι καστανιές και τα ψηλά χορτάρια, που έφταναν μέχρι και στα γόνατά μου.

Αυτό ήταν ένα βασίλειο, που μου ανήκε κάθε πρωί και προτού σκάσει ο ήλιος πίσω από το καταπράσινο βουνό.. Όταν γύριζα στο παραθαλάσσιο χωριό, όπου παραθερίζαμε οικογενειακώς κι έβαζα τα βατόμουρα, που είχα μαζέψει από το κοντινό δάσος, στο νερό για να τα ξεπλύνω, οι αγαπημένοι μου με περιέπαιζαν για την καλοκαιρινή μου "λόξα"-όπως την χαρακτήριζαν- να ανεβοκατεβαίνω στις πλαγιές τα ξημερώματα. Πίσω όμως από τα πειράγματά τους διέκρινα και την ανησυχία τους. Οι πλαγιές δεν κρύβουν μονάχα τα αγριοπούλια ,τις φωλιές τους και τα βατόμουρα. Εκεί, ανάμεσα στους θάμνους και στις πυκνές φυλλωσιές, κυκλοφορούσε και ο Τρελο-Γιάννης.
Έλεγαν και ξανάλεγαν οι ντόπιοι τις ιστορίες γι΄ αυτόν τον επικίνδυνο άνθρωπο, με το σαλεμένο μυαλό, τα θολωμένα του μάτια, για τις κραυγές του τις νύχτες που είχε φεγγάρι και άλλα πολλά.

  Δεν σταματούσαν αυτές οι  αφηγήσεις και είχαν αρχίσει να με φοβίζουν κάπως. Όμως, την ημέρα εκείνη που ο ήλιος άρχισε να φωτίζει τις κορυφές των δέντρων, δεν ήθελα να μπερδέψω τους φόβους μου με την ατέλειωτη σιωπή. Εκείνη την μεστή, από μία θωπευτική ουσία , σιωπή που γέμιζε ολόκληρο το βουνό, ενώ βρισκόμουν ξαπλωμένη στις φτέρες και το βλέμμα μου χανόταν μέσα στις καστανιές. Πίσω από αυτές άρχιζε το μονοπάτι για πιο ψηλά. Είχε λιθάρια και με λαχάνιαζε κάθε φορά που ανέβαινα στις στροφές του. Κι ενώ βρισκόμουν βυθισμένη μέσα σ΄ εκείνο το βασίλειο της φύσης, δεν ήταν δυνατόν να σκέφτομαι άλλα πράγματα, ανούσια για την ώρα, ούτε να ψάχνω πίσω από τα χαμόκλαδα για να διακρίνω τί σαλεύει και ποιος κατρακυλάει τα λιθάρια και ποιος είναι αυτός που βρίσκεται κοντά μου και ανασαίνει βαριά.

Και δεν πρόλαβα! Δηλαδή, δεν βρήκα καιρό να σκεφτώ και να ξεχωρίσω αν ήταν ανάσα ή άνεμος ή αν ήμουν εγώ η ίδια που κατάπια την αναπνοή μου κι άκουγα μόνο την καρδιά μου να βροντοκοπάει και να κάνει τ΄αυτιά μου να βουίζουν!

Γιατί τα μάτια του Τρελο-Γιάννη ήταν εκεί. Εκεί αντίκρυ μου. Μεγάλα! Θολά! Εκεί αντίκρυ και με κοίταζαν. Ήταν μαύρα. Στα μακριά μαλλιά του έμπαινε ο ήλιος και διέλυε το χρώμα τους. Δεν το ξεχώριζα καθαρά. Και ποτέ δεν μου άρεσε να μη διακρίνω καθαρά τα πράγματα, γι΄αυτό και μετακινήθηκα. Κάθισα απέναντί του. Μπορεί και να μίλησα...δεν θυμάμαι καλά! Εκείνος πάντως με ρώτησε, γιατί γέλασα. Μπορεί και να γέλασα. Ίσως να γελάω όταν φοβάμαι, αλλά δεν του το είπα. Κι όταν με ρώτησε, πώς με λένε, του απάντησα, "Κατερίνα". Χαμογέλασε και το πρόσωπό του γλύκανε.

" Σίγουρα γιορτάζεις το Φθινόπωρο! Το ξέρω γιατί τότε γιόρταζε και η γιαγιά μου, που την έλεγαν Κατερίνα. Ξέρεις...τώρα δεν είναι εδώ. Έχει πεθάνει", συμπλήρωσε άχρωμα.

Ανακάθισα πάνω στις φτέρες κι εκείνος με ρώτησε, αν μπορούσε να καθίσει κοντά μου. Του έκανα τόπο. Κάθισε δίπλα μου και αναστέναξε βαθιά. Για κάμποση ώρα κοιτάζαμε μαζί τη θάλασσα, που φαινόταν κάτω μακριά, πολύ μακριά, ανάμεσα από τα δέντρα. Μετά με ρώτησε: " Μπορώ να σου κρατάω το χέρι;" Του το έδωσα. Το κράτησε απαλά στην παλάμη του και πάλι αναστέναξε με ανακούφιση. Ύστερα από κάμποση ώρα μου είπε, ότι αυτή η θάλασσα ήταν πολύ μακριά! Κι εγώ συμφώνησα μαζί του.

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέσα σ΄ αυτή την πρωτόγνωρη σιωπή, που δεν ήταν άδεια.

Σε λίγο, κατεβαίναμε μαζί το μονοπάτι με τα πολλά λιθάρια. Με κρατούσε από το χέρι και πρόσεχε το κάθε μου βήμα για να μην γλιστρήσω.

" Κάτω από τα λιθάρια κρύβονται τα φίδια!" μου εξήγησε κι εγώ του χαμογέλασα. Μου χαμογέλασε ευχαριστημένος. Όταν φθάσαμε κοντά στον μεγάλο δρόμο, που οδηγούσε στο χωριό, άφησε το χέρι μου. Έψαξε μέσα στην πλαστική τσάντα, που κουβάλαγε μαζί του , έβγαλε ένα κουτάκι από χοντρό χαρτόνι με τρύπες ολόγυρα και το άφησε στα χέρια μου.

" Αυτός είναι ο καλύτερος φίλος μου. Σου τον δίνω για να τον αγαπάς. Εγώ δεν τον χρειάζομαι πια. Θα έχω  εδώ μέσα εσένα!" είπε ντροπαλά και ακούμπησε με την παλάμη του την καρδιά του. Μετά, χαμηλώνοντας το βλέμμα του, πήρε τον δρόμο κατά το βουνό και χάθηκε πίσω από τα δέντρα.'

Όταν απομακρύνθηκε, άνοιξα το φροντισμένο κουτί με τις τρύπες για εξαερισμό. Μέσα ήταν ένα μικρό και τόσο όμορφο χελωνάκι! 

Οι εικόνες παρέχονται από το Pexels
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!